Anonymous

βουλή: Difference between revisions

From LSJ
962 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βουλή]], Α και δωρ. τ. [[βωλά]] και αιολ. τ. [[βόλλα]])<br /><b>1.</b> [[απόφαση]] («[[δίνω]], [[παίρνω]], [[βάνω]], [[βγάζω]] [[βουλή]]», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο [[βουλή]]» — και γινόταν το [[θέλημα]] του Δία)<br /><b>2.</b> [[γνώμη]], [[συμβουλή]] («ήδωκε γνωστική [[βουλή]] σ' εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» — το να υποβάλλει [[κάποιος]] μια [[πρόταση]])<br /><b>3.</b> [[γνωμοδότηση]]<br /><b>4.</b> το νομοθετικό [[σώμα]] το οποίο απαρτίζουν οι βουλευτές, οι αιρετοί αντιπρόσωποι του λαού, η Βουλή των πεντακοσίων στην αρχαία Αθήνα, το [[συμβούλιο]] των γερόντων στην [[Ιλιάδα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκατάθεση]], [[άδεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] ή το [[κτήριο]] όπου γίνονται οι συνεδρίες της Βουλής<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «[[είμαι]] στη [[βουλή]] κάποιου» — [[υπακούω]] κάποιον<br />β) «[[κρατώ]] [[βουλή]]» — [[σκέφτομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάθομαι]]...» ή «[[καθέζομαι]] εἰς βουλήν» — [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ψήφισμα]], [[νόμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βουλῆς]] [[εἶναι]]» — το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[μέλος]] της βουλής<br />β) «οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῑν» — δεν σκεπτόμαστε [[κατά]] τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. απευθείας <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>βολνắ</i> ή [[τέλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>βολσά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βολσ</i>-, [[βούλομαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βουλαίος]], [[βουλήεις]], [[βούλιος]]<br />(αρχ. -μσν.) [[βουλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βουλάτορας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιβουλή]], [[συμβουλή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βούλαρχος]], [[βουληφόρος]] και [[βουλαφόρος]].
|mltxt=η (AM [[βουλή]], Α και δωρ. τ. [[βωλά]] και αιολ. τ. [[βόλλα]])<br /><b>1.</b> [[απόφαση]] («[[δίνω]], [[παίρνω]], [[βάνω]], [[βγάζω]] [[βουλή]]», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο [[βουλή]]» — και γινόταν το [[θέλημα]] του Δία)<br /><b>2.</b> [[γνώμη]], [[συμβουλή]] («ήδωκε γνωστική [[βουλή]] σ' εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» — το να υποβάλλει [[κάποιος]] μια [[πρόταση]])<br /><b>3.</b> [[γνωμοδότηση]]<br /><b>4.</b> το νομοθετικό [[σώμα]] το οποίο απαρτίζουν οι βουλευτές, οι αιρετοί αντιπρόσωποι του λαού, η Βουλή των πεντακοσίων στην αρχαία Αθήνα, το [[συμβούλιο]] των γερόντων στην [[Ιλιάδα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκατάθεση]], [[άδεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] ή το [[κτήριο]] όπου γίνονται οι συνεδρίες της Βουλής<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «[[είμαι]] στη [[βουλή]] κάποιου» — [[υπακούω]] κάποιον<br />β) «[[κρατώ]] [[βουλή]]» — [[σκέφτομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάθομαι]]...» ή «[[καθέζομαι]] εἰς βουλήν» — [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ψήφισμα]], [[νόμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βουλῆς]] [[εἶναι]]» — το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[μέλος]] της βουλής<br />β) «οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῑν» — δεν σκεπτόμαστε [[κατά]] τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. απευθείας <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>βολνắ</i> ή [[τέλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>βολσά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βολσ</i>-, [[βούλομαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βουλαίος]], [[βουλήεις]], [[βούλιος]]<br />(αρχ. -μσν.) [[βουλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βουλάτορας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιβουλή]], [[συμβουλή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βούλαρχος]], [[βουληφόρος]] και [[βουλαφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλή:''' ἡ, Δωρ. [[βωλά]] ([[βούλομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιθυμία]], [[θέληση]], [[απόφαση]], Λατ. [[consilium]], [[ιδίως]] [[απόφαση]] των θεών, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβουλή]], [[σχέδιο]], [[επιδίωξη]], στο ίδ., σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., σχέδια, αποφάσεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> το Συμβούλιο των Γερόντων ή των Προυχόντων, Βουλή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· στην Αθήνα, το [[συμβούλιο]] των Πεντακοσίων, που ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[βουλῆς]] [[εἶναι]], [[ανήκω]] στο Συμβούλιο, είμαι [[μέλος]] του Συμβουλίου, σε Θουκ.
}}
}}