Anonymous

βιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιβρώσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[τρώγω]], [[κατατρώγω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> τρώγομαι<br /><b>2.</b> (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι<br /><b>3.</b> (για [[ψωμί]]) [[μουχλιάζω]]<br /><b>4.</b> καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ήδη από την ομηρική [[εποχή]] μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (<i>βεβρωκώς</i>, <i>βεβρώσεται</i>, [[βεβρώθοις]]), ενώ ο αρκετά μτγν. και σπάνια χρησιμοποιούμενος ενεστ. [[βιβρώσκω]] [[καθώς]] και το όλο ρηματικό [[σύστημα]] σχηματίστηκε μορφολογικά από θ. <i>βρω</i>- των προγενέστερων ρηματικών τύπων παρακμ. (<i>βέβρωκα</i>, <i>βέβρωμαι</i>), αόρ. (<i>έβρων</i>) και του ρηματικού επιθ. [[βρωτός]]. Το θ. <i>βρω</i>- προέρχεται [[είτε]] από μακρόφωνη μονοσύλλαβη [[ρίζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>r∂</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- «[[καταπίνω]] [[καταβροχθίζω]]»), [[είτε]] από δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>βερη</i> με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και ετεροιωμένο το β'. Το ίδιο [[θέμα]] απαντά πιθ. στο λιθ. <i>gĭrtas</i> «μεθυσμένος», αρχ. ινδ. <i>g</i><i>ī</i><i>rna</i>- «καταβροχθισμένος» (<b>βλ.</b> και λ. [[βρωτός]]). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της μονοσύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- απαντά στο αρμ. <b>(αόρ.)</b> <i>e</i>-<i>ker</i> «έφαγε», λιθ. <i>geriu</i>, <i>gerti</i> «[[πίνω]]», η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] στα [[βορά]], λατ. <i>voro</i> «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]», αρχ. ινδ. <i>jag</i><i>ā</i><i>ra</i>, ενώ η [[ασθενής]] [[βαθμίδα]] στο αρχ. ινδ. <i>girati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βρώμα]], <i>βρώσις</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[βρώμη]], [[βρώμος]], [[βρωσείω]], [[βρωστήρ]], [[βρωτήρ]], [[βρωτύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>βιαβιβρώσκω</i>, [[καταβιβρώσκω]], [[υποβιβρώσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αναβιβρώσκω</i>, [[αντιβιβρώσκω]], <i>αποβιβρώσκω</i>, [[εκβιβρώσκω]], [[επιβιβρώσκω]], [[περιβιβρώσκω]], [[προβιβρώσκω]]. Τέλος, [[σύνθετα]] με β' συνθετικό -<i>βρως</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βρω</i>-): [[τριχόβρως]] (και -<i>βρώς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αβρώς</i>, [[αλιβρώς]], <i>ανδροβρώς</i>, [[βαρυβρώς]], [[ημιβρώς]], [[κρατοβρώς]], [[νεοβρώς]], [[οινοβρώς]], [[σαρκοβρώς]], [[σιδηροβρώς]], [[χειροβρώς]], [[ωμοβρώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παιδοβρώς]].
|mltxt=[[βιβρώσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[τρώγω]], [[κατατρώγω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> τρώγομαι<br /><b>2.</b> (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι<br /><b>3.</b> (για [[ψωμί]]) [[μουχλιάζω]]<br /><b>4.</b> καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ήδη από την ομηρική [[εποχή]] μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (<i>βεβρωκώς</i>, <i>βεβρώσεται</i>, [[βεβρώθοις]]), ενώ ο αρκετά μτγν. και σπάνια χρησιμοποιούμενος ενεστ. [[βιβρώσκω]] [[καθώς]] και το όλο ρηματικό [[σύστημα]] σχηματίστηκε μορφολογικά από θ. <i>βρω</i>- των προγενέστερων ρηματικών τύπων παρακμ. (<i>βέβρωκα</i>, <i>βέβρωμαι</i>), αόρ. (<i>έβρων</i>) και του ρηματικού επιθ. [[βρωτός]]. Το θ. <i>βρω</i>- προέρχεται [[είτε]] από μακρόφωνη μονοσύλλαβη [[ρίζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>r∂</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- «[[καταπίνω]] [[καταβροχθίζω]]»), [[είτε]] από δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>βερη</i> με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και ετεροιωμένο το β'. Το ίδιο [[θέμα]] απαντά πιθ. στο λιθ. <i>gĭrtas</i> «μεθυσμένος», αρχ. ινδ. <i>g</i><i>ī</i><i>rna</i>- «καταβροχθισμένος» (<b>βλ.</b> και λ. [[βρωτός]]). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της μονοσύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- απαντά στο αρμ. <b>(αόρ.)</b> <i>e</i>-<i>ker</i> «έφαγε», λιθ. <i>geriu</i>, <i>gerti</i> «[[πίνω]]», η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] στα [[βορά]], λατ. <i>voro</i> «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]», αρχ. ινδ. <i>jag</i><i>ā</i><i>ra</i>, ενώ η [[ασθενής]] [[βαθμίδα]] στο αρχ. ινδ. <i>girati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βρώμα]], <i>βρώσις</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[βρώμη]], [[βρώμος]], [[βρωσείω]], [[βρωστήρ]], [[βρωτήρ]], [[βρωτύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>βιαβιβρώσκω</i>, [[καταβιβρώσκω]], [[υποβιβρώσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αναβιβρώσκω</i>, [[αντιβιβρώσκω]], <i>αποβιβρώσκω</i>, [[εκβιβρώσκω]], [[επιβιβρώσκω]], [[περιβιβρώσκω]], [[προβιβρώσκω]]. Τέλος, [[σύνθετα]] με β' συνθετικό -<i>βρως</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βρω</i>-): [[τριχόβρως]] (και -<i>βρώς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αβρώς</i>, [[αλιβρώς]], <i>ανδροβρώς</i>, [[βαρυβρώς]], [[ημιβρώς]], [[κρατοβρώς]], [[νεοβρώς]], [[οινοβρώς]], [[σαρκοβρώς]], [[σιδηροβρώς]], [[χειροβρώς]], [[ωμοβρώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παιδοβρώς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιβρώσκω:''' μέλ. <i>βρώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔβρωσα</i>, Επικ. αόρ. βʹ [[ἔβρων]], παρακ. [[βέβρωκα]]· συγκεκ. [[τύπος]] μτχ. [[βεβρώς]], <i>-ῶτος</i>· [[τύπος]] Ευκτ. [[βεβρώθοις]], όπως αν προερχόταν από παρακ. <i>βέβρωθα</i>, απαντά σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ. μέλ. [[βεβρώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐβρώθην</i>, παρακ. <i>βέβρωμαι</i> (√<i>ΒΟΡ</i>, βλ. βορ-ά, Λατ. vor-o), [[τρώω]], κατατρώω· <i>βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ'</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[τρώγω]] από κάποιο [[πράγμα]], [[τρώγω]] [[μέρος]] πράγματος· <i>βεβρωκὼς βοός</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τρώγομαι· <i>χρήματα βεβρώσεται</i>, θα αφανισθούν, θα καταφαγωθούν, στο ίδ.
}}
}}