Anonymous

ἀφίλητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφίλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φίλησαν<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) ανέραστη, αγνή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν αγαπούν.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφίλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φίλησαν<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) ανέραστη, αγνή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν αγαπούν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφίλητος:''' [ῐ], -ον ([[φιλέω]]), αυτός που δεν αγαπιέται, σε Σοφ.
}}
}}