Anonymous

βατός: Difference between revisions

From LSJ
107 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βατός]], -ή, -όν) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[διαβατός]], [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>2.</b> [[κατορθωτός]], [[εύκολος]] στην αντιμετώπισή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που επιτρέπεται, που δεν [[είναι]] απαγορευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέβηλος]] (αντίθ. του [[άβατος]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βατὸς [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται [[γρήγορα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βατός]], -ή, -όν) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[διαβατός]], [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>2.</b> [[κατορθωτός]], [[εύκολος]] στην αντιμετώπισή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που επιτρέπεται, που δεν [[είναι]] απαγορευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέβηλος]] (αντίθ. του [[άβατος]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βατὸς [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται [[γρήγορα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰτός:''' -ή, -όν ([[βαίνω]]), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
}}
}}