Anonymous

βουφάγος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να φάει ένα [[βόδι]] [[μόνος]] του, [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φαγείν]], απρμφ. του <i>έφαγον</i> (αόρ. β' του [[εσθίω]] «[[τρώγω]]»)].
|mltxt=[[βουφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να φάει ένα [[βόδι]] [[μόνος]] του, [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φαγείν]], απρμφ. του <i>έφαγον</i> (αόρ. β' του [[εσθίω]] «[[τρώγω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.
}}
}}