Anonymous

γάργαρα: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γάργαρα]], τα (Α)<br />ομάδες, παρέες ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ger</i>-, <i>gere</i>- «[[συνοψίζω]], [[συγκεφαλαιώνω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» και [[πιθανώς]] συνδέεται με τη λ. [[αγείρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>gurgul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[σμήνος]] πουλιών», <i>gurguole</i> «[[πλήθος]]», λατ. <i>grex</i> «[[σμήνος]]» <b>κ.λπ.</b>). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[γαργαρίζω]].
|mltxt=[[γάργαρα]], τα (Α)<br />ομάδες, παρέες ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ger</i>-, <i>gere</i>- «[[συνοψίζω]], [[συγκεφαλαιώνω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» και [[πιθανώς]] συνδέεται με τη λ. [[αγείρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>gurgul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[σμήνος]] πουλιών», <i>gurguole</i> «[[πλήθος]]», λατ. <i>grex</i> «[[σμήνος]]» <b>κ.λπ.</b>). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[γαργαρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γάργᾰρα:''' τά, [[σωρός]], [[αφθονία]], [[πλήθος]]· πρβλ. ψαμμακοσιο-[[γάργαρα]] (άγν. προέλ.).
}}
}}