Anonymous

γεννικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεννικός]], -ή, -όν (Α) [[γέννα]]<br /><b>1.</b> ο [[γενναίος]], αυτός που έχει ευγενικό [[ήθος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο εξαιρετικής ποιότητας.
|mltxt=[[γεννικός]], -ή, -όν (Α) [[γέννα]]<br /><b>1.</b> ο [[γενναίος]], αυτός που έχει ευγενικό [[ήθος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο εξαιρετικής ποιότητας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεννικός:''' -ή, -όν = [[γενναῖος]], [[ευγενής]], [[αριστοκράτης]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}