Anonymous

βουφόνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει [[βόδι]] για [[θυσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βουφόνοι θοῑναι» — [[συμπόσιο]] για το οποίο σφάζονται βόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ιερέας]] που λαμβάνει [[μέρος]] στην [[τελετή]] θυσίας βοδιού.
|mltxt=[[βουφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει [[βόδι]] για [[θυσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βουφόνοι θοῑναι» — [[συμπόσιο]] για το οποίο σφάζονται βόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ιερέας]] που λαμβάνει [[μέρος]] στην [[τελετή]] θυσίας βοδιού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουφόνος:''' -ον (*[[φένω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως [[θυσία]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.
}}
}}