Anonymous

αὐτάρκης: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ους), -ες (AM [[αὐτάρκης]], -ες) [[αρκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του [[χωρίς]] να περιμένει [[τίποτε]] από τους άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολιγαρκής]], [[λιτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>αὐτάρκως</i><br />σε αρκετό βαθμό, αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αυτοπεποίθηση]]<br /><b>2.</b> ο αρκετά [[δυνατός]], ο [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> ο [[ικανός]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που δρα ενστικτωδώς, ο [[ενστικτώδης]].
|mltxt=(-ους), -ες (AM [[αὐτάρκης]], -ες) [[αρκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του [[χωρίς]] να περιμένει [[τίποτε]] από τους άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολιγαρκής]], [[λιτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>αὐτάρκως</i><br />σε αρκετό βαθμό, αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αυτοπεποίθηση]]<br /><b>2.</b> ο αρκετά [[δυνατός]], ο [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> ο [[ικανός]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που δρα ενστικτωδώς, ο [[ενστικτώδης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάρκης:''' -ες ([[ἀρκέω]]), [[επαρκής]] από [[μόνος]] του, αυτός που έχει αρκετά εφόδια από [[μόνος]] του, [[ανεξάρτητος]] από τους άλλους, σε Ηρόδ., Πλάτ.· νηδὺς [[αὐτάρκης]], αυτός που ενεργεί από [[μόνος]] του, σε Αισχύλ.· <i>χώρααὐτάρκης</i>, [[χώρα]] που προμηθεύει τον εαυτό της, ανεξάρτητη από εισαγωγές, σε Θουκ.· [[αὐτάρκης]] [[πρός]] τι, αρκετά [[δυνατός]] σε ένα [[πράγμα]], στον ίδ., Ξεν.· με απαρ., [[ικανός]] να κάνει ένα [[πράγμα]] για τον εαυτό του, σε Δημ.· [[αὐτάρκης]] [[βοή]], δυνατή και ρωμαλέα [[φωνή]], σε Σοφ.
}}
}}