Anonymous

γαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α)<br />αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]], το [[καύχημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γαυρούμαι</i><br />το ενεργητικό μεταβιβαστικό [[γαυρώ]] [[είναι]] μεταγενέστερο].
|mltxt=το (Α)<br />αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]], το [[καύχημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γαυρούμαι</i><br />το ενεργητικό μεταβιβαστικό [[γαυρώ]] [[είναι]] μεταγενέστερο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαύρωμα:''' τό ([[γαυρόομαι]]), [[αιτία]] υπερηφάνειας, σε Ευρ.
}}
}}