3,277,121
edits
(8) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]]. | |mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γενειάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[γενειοφόρος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |