Anonymous

γενειάτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]].
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενειάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[γενειοφόρος]], σε Θεόκρ.
}}
}}