Anonymous

βοητής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοητής]], ο (Α)<br />αυτός που φωνάζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βοώ</i>. Η [[άποψη]] [[βοητής]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i> [[είναι]] απίθανη].
|mltxt=[[βοητής]], ο (Α)<br />αυτός που φωνάζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βοώ</i>. Η [[άποψη]] [[βοητής]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i> [[είναι]] απίθανη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοητής:''' -οῦ, ὁ ([[βοάω]]), [[θορυβώδης]], αυτός που κραυγάζει, [[φωνακλάς]]· Δωρ. θηλ. [[βοᾶτις]], σε Αισχύλ.
}}
}}