Anonymous

γοερός: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοερός]] και [[γοηρός]], -ά, -όν) [[γόος]]<br />με γόους, [[θρηνητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αξιοθρήνητος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοερός]] και [[γοηρός]], -ά, -όν) [[γόος]]<br />με γόους, [[θρηνητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αξιοθρήνητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοερός:''' -ά, -όν ([[γόος]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[πένθιμος]], [[θλιβερός]], [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, οδυρόμενος, σε Ευρ.
}}
}}