Anonymous

δαήρ: Difference between revisions

From LSJ
258 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαήρ]] (δαέρος), ο (Α)<br />ο [[αδελφός]] του συζύγου, [[κουνιάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαία [[λέξη]] που δηλώνει [[συγγένεια]] και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. <i>devar</i>, λατ. <i>l</i><i>ē</i><i>vir</i> (μεταπλασμένο [[κατά]] το <i>vir</i>), αρμ. <i>taygr</i>, λιθ. <i>diever</i>-<i>is</i>, αρχ. σλαβ. <i>dĕver</i>-<i>z</i>. Ο τ. <i>δᾱήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαιFήρ</i>, [[πράγμα]] που ερμηνεύει και τον ομηρικό τ. γενικής <i>δᾰέρων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαιFρών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και μτγν. τ. δοτικής <i>δαιρί</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δαιFρί</i>), που απαντά στην Ελληνική της Λυδίας)].
|mltxt=[[δαήρ]] (δαέρος), ο (Α)<br />ο [[αδελφός]] του συζύγου, [[κουνιάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαία [[λέξη]] που δηλώνει [[συγγένεια]] και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. <i>devar</i>, λατ. <i>l</i><i>ē</i><i>vir</i> (μεταπλασμένο [[κατά]] το <i>vir</i>), αρμ. <i>taygr</i>, λιθ. <i>diever</i>-<i>is</i>, αρχ. σλαβ. <i>dĕver</i>-<i>z</i>. Ο τ. <i>δᾱήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαιFήρ</i>, [[πράγμα]] που ερμηνεύει και τον ομηρικό τ. γενικής <i>δᾰέρων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαιFρών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και μτγν. τ. δοτικής <i>δαιρί</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δαιFρί</i>), που απαντά στην Ελληνική της Λυδίας)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾱήρ:''' -[[έρος]], ὁ, κλητ. <i>δᾶερ</i>, αδερφός συζύγου, [[ανδράδελφος]], [[κουνιάδος]], Λατ. [[levir]], αντίστοιχο του θηλ. [[γάλως]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}