Anonymous

δαμασίφως: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαμασίφως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i> «[[άνδρας]]». (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[δαμασίφως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i> «[[άνδρας]]». (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμᾰσίφως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = <i>δαμασίβροτος</i>, σε Σίμωνα.
}}
}}