3,271,295
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γλουτός]])<br />μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο [[κάτω]] [[άκρο]] της ράχης, [[επάνω]] στις οποίες καθόμαστε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οι</i><br />τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οἱ</i> και ουδ. <i>γλουτά</i>, <i>τά</i><br />αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή [[άκρα]] άλλων οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ελλ. [[γλουτός]] όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (<b>[[πρβλ]].</b> σλοβεν. <i>gluta</i>, <i>gluta</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>glout</i>-] «όγκος, [[οίδημα]]», αγγλοσαξ. <i>cl</i><i>ū</i><i>d</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>gl</i><i>ū</i><i>t</i>-] «όγκος από [[πέτρα]], [[βράχος]]» <b>κ.ά.</b>) δήλωναν αρχικά την [[έννοια]] του «[[στρογγυλός]]». Ίσως υπάρχει [[σχέση]] και με αρχ. ινδ. <i>glau</i>- «[[σωρός]], [[βώλος]]», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί [[υστερογενής]] [[προέλευση]] του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρώς]], -<i>τός</i>). Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> και το συνών. [[πρωκτός]]. | |mltxt=ο (AM [[γλουτός]])<br />μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο [[κάτω]] [[άκρο]] της ράχης, [[επάνω]] στις οποίες καθόμαστε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οι</i><br />τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οἱ</i> και ουδ. <i>γλουτά</i>, <i>τά</i><br />αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή [[άκρα]] άλλων οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ελλ. [[γλουτός]] όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (<b>[[πρβλ]].</b> σλοβεν. <i>gluta</i>, <i>gluta</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>glout</i>-] «όγκος, [[οίδημα]]», αγγλοσαξ. <i>cl</i><i>ū</i><i>d</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>gl</i><i>ū</i><i>t</i>-] «όγκος από [[πέτρα]], [[βράχος]]» <b>κ.ά.</b>) δήλωναν αρχικά την [[έννοια]] του «[[στρογγυλός]]». Ίσως υπάρχει [[σχέση]] και με αρχ. ινδ. <i>glau</i>- «[[σωρός]], [[βώλος]]», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί [[υστερογενής]] [[προέλευση]] του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρώς]], -<i>τός</i>). Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> και το συνών. [[πρωκτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλουτός:''' ὁ, οπίσθια, «καπούλια», [[πρωκτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. [[nates]], στον ίδ., σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |