Anonymous

βρότειος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρότειος]], -α, -ον και [[βρότεος]], -η, -ον (Α) [[βροτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο [[ανθρώπινος]] («βρότειον [[γένος]]», «βρότειοι πόνοι»).
|mltxt=[[βρότειος]], -α, -ον και [[βρότεος]], -η, -ον (Α) [[βροτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο [[ανθρώπινος]] («βρότειον [[γένος]]», «βρότειοι πόνοι»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρότειος:''' -ον, ή -α, -ον ([[βροτός]]), ποιητ. επίθ., [[θνητός]], [[ανθρώπινος]], αυτός που έχει ανθρώπινη [[καταγωγή]], σε Τραγ.
}}
}}