Anonymous

γουνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γουνάζομαι]] (Α) [[γόνυ]]<br /><b>1.</b> [[πιάνω]] τα γόνατα κάποιου<br /><b>2.</b> [[ικετεύω]].
|mltxt=[[γουνάζομαι]] (Α) [[γόνυ]]<br /><b>1.</b> [[πιάνω]] τα γόνατα κάποιου<br /><b>2.</b> [[ικετεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γουνάζομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i> ([[γόνυ]]), αποθ., [[πιάνω]] τα [[γόνατα]] κάποιου (βλ. [[γόνυ]] I. 2), και, [[επομένως]], [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]], [[θερμοπαρακαλώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[ικετεύω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], στο ίδ.· [[ὑπέρ]] τινος, εκ μέρους, εν [[ονόματι]] κάποιου άλλου, στο ίδ.· <i>πρόςτινος</i>, από κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}