Anonymous

γηροκόμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γηροκόμος]], ο, η (Α [[γηροκόμος]], -ον<br />Μ [[γηροκόμος]], ο, η)<br />αυτός που φροντίζει τους γέρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γήρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομώ]]].
|mltxt=[[γηροκόμος]], ο, η (Α [[γηροκόμος]], -ον<br />Μ [[γηροκόμος]], ο, η)<br />αυτός που φροντίζει τους γέρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γήρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γηροκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.
}}
}}