3,277,649
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύστερνος]], -ον)<br />όποιος έχει [[στέρνο]] δασύ, τριχωτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>δασύστερνα</i>, τα<br />ζώα με πυκνές [[τρίχες]] στο [[στέρνο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[δασύστερνος]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δασύστερνος]], -ον)<br />όποιος έχει [[στέρνο]] δασύ, τριχωτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>δασύστερνα</i>, τα<br />ζώα με πυκνές [[τρίχες]] στο [[στέρνο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[δασύστερνος]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |