Anonymous

δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύστερνος]], -ον)<br />όποιος έχει [[στέρνο]] δασύ, τριχωτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>δασύστερνα</i>, τα<br />ζώα με πυκνές [[τρίχες]] στο [[στέρνο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[δασύστερνος]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύστερνος]], -ον)<br />όποιος έχει [[στέρνο]] δασύ, τριχωτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>δασύστερνα</i>, τα<br />ζώα με πυκνές [[τρίχες]] στο [[στέρνο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[δασύστερνος]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
}}
}}