Anonymous

δηθύνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δηθύνω]] (Α) [[δηθά]]<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]]<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) παρατείνομαι<br /><b>3.</b> «οὔασι [[δηθύνω]]» — [[βαριακούω]].
|mltxt=[[δηθύνω]] (Α) [[δηθά]]<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]]<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) παρατείνομαι<br /><b>3.</b> «οὔασι [[δηθύνω]]» — [[βαριακούω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δηθύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, ([[δηθά]]), [[αργοπορώ]], [[βραδύνω]], [[καθυστερώ]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}