Anonymous

δεχήμερος: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεχήμερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δέκα]] ημέρες («[[ἐκεχειρία]] [[δεχήμερος]]» — [[ανακωχή]] που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο [[δέκα]] ημερών ή που ανανεώνεται [[κάθε]] [[δέκα]] μέρες)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεχήμερον</i><br />το δεκαήμερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> [[ημέρα]] με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- [[μπροστά]] από δασυνόμενο [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεχάμματος]])].
|mltxt=[[δεχήμερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δέκα]] ημέρες («[[ἐκεχειρία]] [[δεχήμερος]]» — [[ανακωχή]] που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο [[δέκα]] ημερών ή που ανανεώνεται [[κάθε]] [[δέκα]] μέρες)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεχήμερον</i><br />το δεκαήμερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> [[ημέρα]] με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- [[μπροστά]] από δασυνόμενο [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεχάμματος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεχήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), [[δεκαήμερος]], αυτός που διαρκεί [[δέκα]] ημέρες· [[ἐκεχειρία]] δεχ., [[ανακωχή]] που ορίζεται με [[προθεσμία]] [[δέκα]] ημερών, σε Θουκ.· <i>σπονδαὶ δεχ</i>., στον ίδ.
}}
}}