Anonymous

δάκρυμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[δάκρυμα]]) [[δακρύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[δακρυλόγημα]] («του πεύκου τα δακρύματα»)<br /><b>2.</b> η [[δακρύρροια]], παθολογική [[κατάσταση]] τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό για το οποίο κλαίει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> το [[δάκρυ]].
|mltxt=το (Α [[δάκρυμα]]) [[δακρύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[δακρυλόγημα]] («του πεύκου τα δακρύματα»)<br /><b>2.</b> η [[δακρύρροια]], παθολογική [[κατάσταση]] τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό για το οποίο κλαίει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> το [[δάκρυ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δάκρῡμα:''' -ατος, τό ([[δακρύω]]), αυτό για το οποίο προκαλείται το [[κλάμα]], [[λόγος]], [[αιτία]] δακρύων, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό το οποίο εκχύνεται, [[δάκρυ]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}