3,277,206
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δασύπους]], -οδος)<br />όποιος έχει μαλλιαρά πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαγός]]<br /><b>2.</b> (παροιμ. <b>φρ.</b> «[[χελώνη]] παραδραμείται δασύποδα» — η [[χελώνα]] θα ξεπεράσει τον λαγό. | |mltxt=ο (AM [[δασύπους]], -οδος)<br />όποιος έχει μαλλιαρά πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαγός]]<br /><b>2.</b> (παροιμ. <b>φρ.</b> «[[χελώνη]] παραδραμείται δασύποδα» — η [[χελώνα]] θα ξεπεράσει τον λαγό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾰσύπους:''' -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο [[λαγός]], σε Αριστ.· <i>λαγωὸς ὁ δ</i>., σε Βάβρ. | |||
}} | }} |