Anonymous

δασύπους: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δασύπους]], -οδος)<br />όποιος έχει μαλλιαρά πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαγός]]<br /><b>2.</b> (παροιμ. <b>φρ.</b> «[[χελώνη]] παραδραμείται δασύποδα» — η [[χελώνα]] θα ξεπεράσει τον λαγό.
|mltxt=ο (AM [[δασύπους]], -οδος)<br />όποιος έχει μαλλιαρά πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαγός]]<br /><b>2.</b> (παροιμ. <b>φρ.</b> «[[χελώνη]] παραδραμείται δασύποδα» — η [[χελώνα]] θα ξεπεράσει τον λαγό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύπους:''' -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο [[λαγός]], σε Αριστ.· <i>λαγωὸς ὁ δ</i>., σε Βάβρ.
}}
}}