Anonymous

δηριάομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(Autenrieth)
(3)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[δῆρις]]), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. [[pass]]. dep. δηρινθήτην: [[contend]]; [[mostly]] [[with]] [[arms]], τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; [[less]] [[often]] [[with]] words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, , Il. 12.421.
|auten=([[δῆρις]]), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. [[pass]]. dep. δηρινθήτην: [[contend]]; [[mostly]] [[with]] [[arms]], τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; [[less]] [[often]] [[with]] words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, , Il. 12.421.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δηρῐάομαι:''' Επικ. γʹ δυϊκ. <i>δηριάασθον</i>, γʹ πληθ. προστ. <i>-αάσθων</i>, απαρ. <i>-άασθαι</i>, γʹ πληθ. παρατ. <i>δηριόωντο</i>· αποθ. ([[δῆρις]]), [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], σε Όμηρ.
}}
}}