3,274,216
edits
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάδοχος]], -ον) [[διαδέχομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]] ([[αξίωμα]], [[υπούργημα]])<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] ειρωνικά) ο [[πρωτότοκος]] [[γιος]] κάποιου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι διάδοχοι</i><br />οι απομένοντες, οι επιγενόμενοι, οι μεταγενέστεροι σε [[αντίθεση]] [[προς]] τους προγόνους, τους προπάτορες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[κληρονόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχηγός]] φιλοσοφικής σχολής<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>Διάδοχοι</i><br />[[έτσι]] αποκλήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι [[μετά]] τον θάνατο του (323 π.Χ.) διένειμαν [[μεταξύ]] τους το [[κράτος]] του<br /><b>4.</b> (στον πληθ. [[επίσης]]) <i>οι διάδοχοι</i><br />η κατώτερη [[κλάση]] της Αυλής τών Πτολεμαίων (πρώτη [[είναι]] οι συγγενείς, δεύτερη οι πρώτοι φίλοι που θεωρούνταν ομότιμοι τοις συγγενέσι, [[τρίτη]] οι αρχισωματοφύλακες, τέταρτη οι φίλοι και πέμπτη οι διάδοχοι). | |mltxt=-η, -ο (AM [[διάδοχος]], -ον) [[διαδέχομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]] ([[αξίωμα]], [[υπούργημα]])<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] ειρωνικά) ο [[πρωτότοκος]] [[γιος]] κάποιου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι διάδοχοι</i><br />οι απομένοντες, οι επιγενόμενοι, οι μεταγενέστεροι σε [[αντίθεση]] [[προς]] τους προγόνους, τους προπάτορες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[κληρονόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχηγός]] φιλοσοφικής σχολής<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>Διάδοχοι</i><br />[[έτσι]] αποκλήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι [[μετά]] τον θάνατο του (323 π.Χ.) διένειμαν [[μεταξύ]] τους το [[κράτος]] του<br /><b>4.</b> (στον πληθ. [[επίσης]]) <i>οι διάδοχοι</i><br />η κατώτερη [[κλάση]] της Αυλής τών Πτολεμαίων (πρώτη [[είναι]] οι συγγενείς, δεύτερη οι πρώτοι φίλοι που θεωρούνταν ομότιμοι τοις συγγενέσι, [[τρίτη]] οι αρχισωματοφύλακες, τέταρτη οι φίλοι και πέμπτη οι διάδοχοι). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάδοχος:''' ὁ, ἡ ([[διαδέχομαι]]), αυτός που διαδέχεται κάποιον σε [[κάτι]]·<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., <i>δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης</i>, ο διάδοχός του στην [[στρατηγία]], σε Ηρόδ.· <i>θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων</i>, διαδεχόμενοι αυτούς στους μόχθους, δηλ. ανακουφίζοντάς τους από τα βάσανα, τους μόχθους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ. μόνο, <i>δ. τῆς ναυαρχίας</i>, αυτός που διαδέχθηκε κάποιον στη [[ναυαρχία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. προσ. μόνο, [[φέγγος]] ὕπνου δ., αυτό που διαδέχεται τον ύπνο, το φως, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> με δοτ. προσ. μόνο, <i>δ. Κλεάνδρῳ</i>, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κακὸν κακῷ δ</i>., σε Ευρ.· [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, αυτή που επιφέρει [[διαδοχή]] κακών, [[κακό]] [[μετά]] από [[άλλο]] [[κακό]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> απόλ., <i>διάδοχοι ἐφοίτων</i>, πήγαιναν στην [[εργασία]] διαδοχικά ή σε ομάδες εργασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., διαδοχικά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |