3,274,916
edits
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεσποτικός]], -ή, -όν) [[δεσπότης]]<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο<br /><b>2.</b> [[απολυταρχικός]], [[τυραννικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεσποτικό</i> (<i>ν</i>)<br />ο [[αρχιερατικός]] [[θρόνος]], όπου ανέρχεται ο [[επίσκοπος]] όταν χοροστατεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το δεσποτικό</i><br />η [[κατοικία]] του επισκόπου, η [[επισκοπή]]<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα δεσποτικά</i><br />εισφορές για τις ανάγκες της επισκοπής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για αξιωματούχο) ο [[εκκλησιαστικός]]<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) φόροι ή υπηρεσίες που παρέχονται σε δεσπότη, κυβερνήτη περιοχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] [[προς]] [[δεσποτεία]], ο [[τυραννικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεσποτική [[ἀρχή]]» — η τυραννική, απολυταρχική [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ δεσποτική</i><br />η [[δεσποτεία]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεσποτικόν</i><br />η [[δεσποτεία]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δεσποτικά</i> (AM δεσποτικώς)<br />με δεσποτισμό, τυραννικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαν [[δεσπότης]], με τρόπο που ταιριάζει σε αρχιερέα<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] [[κυριότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δεσποτικός]], -ή, -όν) [[δεσπότης]]<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο<br /><b>2.</b> [[απολυταρχικός]], [[τυραννικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεσποτικό</i> (<i>ν</i>)<br />ο [[αρχιερατικός]] [[θρόνος]], όπου ανέρχεται ο [[επίσκοπος]] όταν χοροστατεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το δεσποτικό</i><br />η [[κατοικία]] του επισκόπου, η [[επισκοπή]]<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα δεσποτικά</i><br />εισφορές για τις ανάγκες της επισκοπής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για αξιωματούχο) ο [[εκκλησιαστικός]]<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) φόροι ή υπηρεσίες που παρέχονται σε δεσπότη, κυβερνήτη περιοχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] [[προς]] [[δεσποτεία]], ο [[τυραννικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεσποτική [[ἀρχή]]» — η τυραννική, απολυταρχική [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ δεσποτική</i><br />η [[δεσποτεία]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεσποτικόν</i><br />η [[δεσποτεία]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δεσποτικά</i> (AM δεσποτικώς)<br />με δεσποτισμό, τυραννικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαν [[δεσπότης]], με τρόπο που ταιριάζει σε αρχιερέα<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] [[κυριότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεσποτικός:''' -ή, -όν ([[δεσπότης]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον αφέντη, <i>δεσποτικαὶ συμφοραί</i>, δυστυχίες που προκύπτουν στον αφέντη κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιρρεπής]] προς την τυραννική [[συμπεριφορά]], [[δυναστικός]], [[τυραννικός]], [[δεσποτικός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |