Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαδέρκομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαδέρκομαι]] (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]].
|mltxt=[[διαδέρκομαι]] (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαδέρκομαι:''' αόρ. βʹ <i>-έδρᾰκον</i>, αποθ., [[βλέπω]] [[κάτι]] μέσα από [[κάτι]] [[άλλο]]· οὐδ' ἂν [[νῶϊ]] διαδράκοι, δεν μπορεί να μας δει μέσα από (τη [[συννεφιά]]), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}