Anonymous

δημόκραντος: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[φέρω]] [[κάτι]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]]»].
|mltxt=[[δημόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[φέρω]] [[κάτι]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.
}}
}}