Anonymous

διακούω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διακούω]])<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[κάτι]] από την [[αρχή]] ώς το [[τέλος]]<br /><b>2.</b> [[παρακολουθώ]] κανονικά [[πρόγραμμα]] διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα»)<br /><b>αρχ.</b><br />πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] από κάποιον.
|mltxt=(Α [[διακούω]])<br /><b>1.</b> [[ακούω]] [[κάτι]] από την [[αρχή]] ώς το [[τέλος]]<br /><b>2.</b> [[παρακολουθώ]] κανονικά [[πρόγραμμα]] διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα»)<br /><b>αρχ.</b><br />πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] από κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διᾰκούω:''' μέλ. <i>-ακούσομαι</i>, παρακ. <i>-ακήκοα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ακούω]] εντελώς, [[ακούω]] με [[προσοχή]], [[μέχρι]] τέλους, <i>τι</i>, σε Ξεν.· [[ακούω]] ή πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] από κάποιον [[άλλο]], <i>τί τινος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. προσ., είμαι [[ακροατής]] (ή [[μαθητής]]) κάποιου, σε Πλούτ.
}}
}}