3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δέλφαξ]], ο, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό πηδητικό Έντομο της οικογένειας τών δελφακιδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοίρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δέλφαξ]], που σχηματίζεται όπως τα [[κόραξ]], [[σκύλαξ]] κ.ά., [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ. «[[μήτρα]], [[κοιλιά]]» (ίσως [[δελφύς]] ή [[δέλφος]], το) απ' όπου έλαβε τη σημ. «[[έμβρυο]]» και [[έπειτα]] «νεαρό ζώο», για να δηλώσει τελικά το «μικρό [[γουρούνι]]». Το [[δέλφαξ]] στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται για το θηλυκό και [[σπανίως]] για το [[αρσενικό]], ενώ η λ. [[χοίρος]] χρησιμοποιείται γενικότερα, δηλώνοντας σπανιότερα και το νεαρό ζώο]. | |mltxt=ο (Α [[δέλφαξ]], ο, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό πηδητικό Έντομο της οικογένειας τών δελφακιδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[χοίρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δέλφαξ]], που σχηματίζεται όπως τα [[κόραξ]], [[σκύλαξ]] κ.ά., [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ. «[[μήτρα]], [[κοιλιά]]» (ίσως [[δελφύς]] ή [[δέλφος]], το) απ' όπου έλαβε τη σημ. «[[έμβρυο]]» και [[έπειτα]] «νεαρό ζώο», για να δηλώσει τελικά το «μικρό [[γουρούνι]]». Το [[δέλφαξ]] στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται για το θηλυκό και [[σπανίως]] για το [[αρσενικό]], ενώ η λ. [[χοίρος]] χρησιμοποιείται γενικότερα, δηλώνοντας σπανιότερα και το νεαρό ζώο]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δέλφαξ:''' -ᾰκος, ἡ, νεαρό [[γουρούνι]], [[γουρουνάκι]], [[χοιρίδιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |