Anonymous

διακράζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακράζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κραυγάζω]] διαρκώς<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.
|mltxt=[[διακράζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κραυγάζω]] διαρκώς<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακράζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φωνάζω]] διαρκώς, [[κραυγάζω]], [[βγάζω]] άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δ. τινί</i>, [[διαγωνίζομαι]], [[παραβγαίνω]] με κάποιον [[άλλο]] στο ουρλιαχτό, στον ίδ.
}}
}}