Anonymous

διάτροπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάτροπος]], -ον (Α) [[διατρέπω]]<br />αυτός που τρέπεται [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις, [[ευμετάβλητος]], [[ασταθής]].
|mltxt=[[διάτροπος]], -ον (Α) [[διατρέπω]]<br />αυτός που τρέπεται [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις, [[ευμετάβλητος]], [[ασταθής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ.
}}
}}