Anonymous

διατρώγω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διατρώγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατακόπτω]] με τα δόντια, [[ροκανίζω]]<br /><b>2.</b> [[τρώγω]] [[μέρος]] από [[κάτι]] («τῆς δικτάμνου διέτρωγον»).
|mltxt=[[διατρώγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατακόπτω]] με τα δόντια, [[ροκανίζω]]<br /><b>2.</b> [[τρώγω]] [[μέρος]] από [[κάτι]] («τῆς δικτάμνου διέτρωγον»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατρώγω:''' μέλ. <i>-τρώξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έτρᾰγον</i>· [[ροκανίζω]], [[κατατρώγω]], τὸ [[δίκτυον]], σε Αριστοφ.
}}
}}