Anonymous

διαρρυῆναι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρυῆναι''': -ρυήσομαι, ἴδε ἐν λ. [[διαρρέω]].
|lstext='''διαρρυῆναι''': -ρυήσομαι, ἴδε ἐν λ. [[διαρρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαρρυῆναι:''' απαρ. Παθ. αορ. βʹ του [[διαρρέω]].
}}
}}