Anonymous

διαπνέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διαπνέω]])<br /><b>1.</b> (για τον αέρα) [[πνέω]], [[φυσώ]], μετακινούμαι από ένα [[σημείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) [[αναπνέω]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπνέω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>διαπνέομαι</i><br />διακατέχομαι από κάποιο [[συναίσθημα]] («διαπνέεται από [[αγάπη]], από υψηλές ιδέες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναπνέω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εξατμίζομαι<br /><b>3.</b> εξαλείφομαι<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[αναδίδω]] [[οσμή]] ή [[αέρια]].
|mltxt=(Α [[διαπνέω]])<br /><b>1.</b> (για τον αέρα) [[πνέω]], [[φυσώ]], μετακινούμαι από ένα [[σημείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) [[αναπνέω]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπνέω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>διαπνέομαι</i><br />διακατέχομαι από κάποιο [[συναίσθημα]] («διαπνέεται από [[αγάπη]], από υψηλές ιδέες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναπνέω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εξατμίζομαι<br /><b>3.</b> εξαλείφομαι<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[αναδίδω]] [[οσμή]] ή [[αέρια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπνέω:''' Επικ. -[[πνείω]], μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πνέω]] [[ανάμεσα]] σε, [[πνέω]] [[δυνατά]] — Παθ., <i>αὔραις διαπνεῖσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπνέω]] με διαλείμματα, «[[παίρνω]]» [[ανάσα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., διασκορπίζομαι σαν [[ατμός]], εξατμίζομαι, σε Πλάτ.
}}
}}