Anonymous

διακρίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διακρίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[διάκριση]], [[ξεχωρίζω]], [[διαστέλλω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]], [[ξεχωρίζω]]<br /><b>3.</b> [[βλέπω]] [[καθαρά]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] (όνειρα, χρησμούς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> (-ομαι) [[ξεδιαλύνω]] τις σκέψεις μου, [[αναλογίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]]<br /><b>2.</b> <i>διακρίνομαι</i><br />[[ξεχωρίζω]] από τους άλλους, [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>διακεκριμένος</i>, -η, -ο<br />[[ξεχωριστός]], [[διαλεχτός]]<br /><b>4.</b> (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η διακρίνουσα</i><br />η [[συνάρτηση]] τών συντελεστών μιας εξίσωσης που επιτρέπει να διακρίνουμε αν η [[καμπύλη]] της [[είναι]] πραγματική ή [[σύστημα]] δύο ευθειών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(-ομαι) [[διστάζω]], [[αμφιταλαντεύομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αποδίδω]] το [[δίκαιο]], [[δικαιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαιρώ]]<br /><b>2.</b> [[αποφαίνομαι]]<br /><b>3.</b> [[αποκρύπτω]]<br /><b>4.</b> [[ξεχωρίζω]] κάποιον [[τόπο]] (για θρησκευτική [[χρήση]])<br /><b>5.</b> (για νόσο) επιδεινώνομαι<br /><b>6.</b> έχω [[επίγνωση]]<br /><b>7.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αναλύω]] σε στοιχεία<br /><b>8.</b> (για τα μαλλιά) [[χτενίζω]], [[ξεμπλέκω]]<br /><b>9.</b> (-ομαι) [[ολοκληρώνω]], [[αποτελειώνω]].
|mltxt=(AM [[διακρίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[διάκριση]], [[ξεχωρίζω]], [[διαστέλλω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]], [[ξεχωρίζω]]<br /><b>3.</b> [[βλέπω]] [[καθαρά]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] (όνειρα, χρησμούς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> (-ομαι) [[ξεδιαλύνω]] τις σκέψεις μου, [[αναλογίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]]<br /><b>2.</b> <i>διακρίνομαι</i><br />[[ξεχωρίζω]] από τους άλλους, [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>διακεκριμένος</i>, -η, -ο<br />[[ξεχωριστός]], [[διαλεχτός]]<br /><b>4.</b> (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η διακρίνουσα</i><br />η [[συνάρτηση]] τών συντελεστών μιας εξίσωσης που επιτρέπει να διακρίνουμε αν η [[καμπύλη]] της [[είναι]] πραγματική ή [[σύστημα]] δύο ευθειών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(-ομαι) [[διστάζω]], [[αμφιταλαντεύομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αποδίδω]] το [[δίκαιο]], [[δικαιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαιρώ]]<br /><b>2.</b> [[αποφαίνομαι]]<br /><b>3.</b> [[αποκρύπτω]]<br /><b>4.</b> [[ξεχωρίζω]] κάποιον [[τόπο]] (για θρησκευτική [[χρήση]])<br /><b>5.</b> (για νόσο) επιδεινώνομαι<br /><b>6.</b> έχω [[επίγνωση]]<br /><b>7.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αναλύω]] σε στοιχεία<br /><b>8.</b> (για τα μαλλιά) [[χτενίζω]], [[ξεμπλέκω]]<br /><b>9.</b> (-ομαι) [[ολοκληρώνω]], [[αποτελειώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ξεχωρίζω]] τους αντιμαχόμενους πολεμιστές, και στην Παθ., διαχωρίζομαι, σε Όμηρ.· ομοίως και στο Μέσ. μέλ. <i>διακρῐνέεσθαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, διακριθῆναι ἀπ' [[ἀλλήλων]], σε Θουκ.· διακρίνεσθαι [[πρός]]..., διαχωριζόμαστε και κατατασσόμαστε σε διαφορετικά στρατόπεδα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αναλύομαι, διαλύομαι, χωρίζομαι στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], Λατ. discernere, τὸ [[σῆμα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>οὐδένα διακρίνων</i>, [[χωρίς]] να γίνεται [[διάκριση]] προσώπων, σε Ηρόδ. — Παθ., διεκέκριτο [[οὐδέν]], καμία [[διάκριση]] δεν είχε γίνει, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[τακτοποιώ]], [[αποφασίζω]], [[γνωμοδοτώ]], [[κρίνω]], λέγεται για δικαστές, σε Ηρόδ., Θεόκρ. — Μέσ., [[νεῖκος]] δ., [[διαλύω]], [[επιλύω]] τη [[φιλονικία]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[έρχομαι]] σε [[απόφαση]], [[αποφασίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[περί]] τινος, σε Πλάτ.· [[αντιμάχομαι]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη· μάχῃ διακρινθῆναι [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> — Παθ., [[αμφιβάλλω]], [[διστάζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}