Anonymous

διατείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διατείχισμα]])<br />[[τοίχος]] που διαχωρίζει δύο χώρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]] [[τοίχος]] σε τάφρους για να συγκρατεί τα νερά της βροχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οχυρωμένος [[τόπος]]<br /><b>2.</b> [[μέσο]] διαχωρισμού.
|mltxt=το (AM [[διατείχισμα]])<br />[[τοίχος]] που διαχωρίζει δύο χώρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκάρσιος]] [[τοίχος]] σε τάφρους για να συγκρατεί τα νερά της βροχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οχυρωμένος [[τόπος]]<br /><b>2.</b> [[μέσο]] διαχωρισμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατείχισμα:''' -ατος, τό, [[τείχος]], [[οχύρωμα]], σε Θουκ.
}}
}}