Anonymous

διαφυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφυγγάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου.
|mltxt=[[διαφυγγάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] την [[προσοχή]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφυγγάνω:''' = δια-[[φεύγω]], σε Θουκ., Αισχίν.
}}
}}