Anonymous

διοίχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διοίχομαι]] (Α) [[οίχομαι]]<br /><b>1.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, [[χάνομαι]], διαλύομαι<br /><b>3.</b> [[λήγω]], [[τελειώνω]] («ὁ [[λόγος]] διοίχεται», «ἡ [[δίκη]] διοίχεται»).
|mltxt=[[διοίχομαι]] (Α) [[οίχομαι]]<br /><b>1.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, [[χάνομαι]], διαλύομαι<br /><b>3.</b> [[λήγω]], [[τελειώνω]] («ὁ [[λόγος]] διοίχεται», «ἡ [[δίκη]] διοίχεται»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διοίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>, παρακ. <i>-οίχημαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> έχω εντελώς περάσει, παρέλθει, έχω διαβεί, λέγεται για χρόνο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[παρέρχομαι]], [[απέρχομαι]], [[χάνομαι]], αφανίζομαι, Λατ. periisse, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τελειώνω]], [[λήγω]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}