Anonymous

διπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διπάλαιστος]], -ον και διπαλαιστιαῑος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πλάτος]] δύο παλαιστών, παλαμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλαιστή]], αιολ. τ. του [[παλαστή]] «[[παλάμη]]»].
|mltxt=[[διπάλαιστος]], -ον και διπαλαιστιαῑος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πλάτος]] δύο παλαιστών, παλαμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλαιστή]], αιολ. τ. του [[παλαστή]] «[[παλάμη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διπάλαιστος:''' -ον ([[παλαιστή]]), αυτός που έχει [[πλάτος]] [[δύο]] παλάμες, σε Ξεν.
}}
}}