Anonymous

διέτμαγεν: Difference between revisions

From LSJ
4
(Autenrieth)
(4)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[διατμήγω]].
|auten=see [[διατμήγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διέτμᾰγεν:''' Επικ. αντί <i>διετμάγησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[διατμήγω]]· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.
}}
}}