3,277,121
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διοικίζω]] (Α) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], [[μετοικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[μετοικώ]] («[[ὅταν]] ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον<br /><b>5.</b> (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής. | |mltxt=[[διοικίζω]] (Α) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], [[μετοικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[μετοικώ]] («[[ὅταν]] ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον<br /><b>5.</b> (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], σε Δημ.— Παθ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |