Anonymous

διοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διοικίζω]] (Α) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], [[μετοικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[μετοικώ]] («[[ὅταν]] ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον<br /><b>5.</b> (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής.
|mltxt=[[διοικίζω]] (Α) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], [[μετοικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[μετοικώ]] («[[ὅταν]] ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον<br /><b>5.</b> (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], σε Δημ.— Παθ., σε Ξεν.
}}
}}