Anonymous

διψαλέος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[διψαλέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δίψα]], καταδιψασμένος<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[στεγνός]], [[ξερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[δίψα]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[διψαλέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δίψα]], καταδιψασμένος<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[στεγνός]], [[ξερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[δίψα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διψᾰλέος:''' -α, -ον, = [[δίψιος]], διψασμένος, σε Βατραχομ.
}}
}}