3,270,629
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[διψαλέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δίψα]], καταδιψασμένος<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[στεγνός]], [[ξερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[δίψα]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[διψαλέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δίψα]], καταδιψασμένος<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[στεγνός]], [[ξερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[δίψα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διψᾰλέος:''' -α, -ον, = [[δίψιος]], διψασμένος, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |