3,277,286
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο χρώματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίχρωμος]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχρωμον</i><br />το [[φυτό]] περιστερόχορτο. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο χρώματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίχρωμος]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχρωμον</i><br />το [[φυτό]] περιστερόχορτο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίχρωμος:''' -ον ([[χρῶμα]]), αυτός που έχει [[δύο]] χρώματα, σε Λουκ. | |||
}} | }} |