Anonymous

δίχρωμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο χρώματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίχρωμος]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχρωμον</i><br />το [[φυτό]] περιστερόχορτο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο χρώματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίχρωμος]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχρωμον</i><br />το [[φυτό]] περιστερόχορτο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίχρωμος:''' -ον ([[χρῶμα]]), αυτός που έχει [[δύο]] χρώματα, σε Λουκ.
}}
}}