3,274,216
edits
(9) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δικιμάζω]] (AM [[δοκιμάζω]]<br />Μ και [[δικιμάζω]]) [[δόκιμος]]<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]], [[εξετάζω]] την [[ποιότητα]] ή τη [[γνησιότητα]] («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες»)<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]] για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει τις δυνάμεις του», «ο [[θεός]] δοκιμάζει την [[πίστη]] μας», «δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ θεοῡ ἐστι»)<br /><b>3.</b> <i>δοκιμάζομαι</i><br />α) υποβάλλομαι σε [[δοκιμασία]] για να ελεγχθεί η [[ικανότητα]] μου ή η [[αξία]] μου<br />β) υποβάλλομαι σε δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι<br /><b>5.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) (<i>δε</i>)<i>δοκιμασμένος</i>, -η, -ο (AM [[δεδοκιμασμένος]], -η, -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει αποδειχθεί [[άξιος]] ή [[ικανός]] [[μετά]] από [[δοκιμασία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[πείρα]] κάποιου πράγματος («δοκίμασε την [[τύχη]] του στα χαρτιά», «δεν δοκίμασε τον έρωτα», «ἠθέλησε νὰ πολεμήση ἵνα δοκιμάσῃ τὴν τύχην»)<br /><b>2.</b> (με αντικ. [[λέξη]] που φανερώνει [[συναίσθημα]] ή ψυχική [[κατάσταση]]) δοκίμασα [[χαρά]], [[λύπη]], [[ικανοποίηση]], [[κατάπληξη]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[προσπαθώ]] («δοκίμασε να προχωρήσει», «ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι τοὺς ἐρχομένους»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εξακριβώσω τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις κάποιου («το έκανα για να τον δοκιμάσω»)<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[γεύομαι]] λίγο προσπαθώντας να εξακριβώσω την [[καταλληλότητα]], τη [[νοστιμιά]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> (για αντικείμενα καθημερινής χρήσης) [[χρησιμοποιώ]] δοκιμαστικά μικρή [[ποσότητα]] («θα δοκιμάσω το νέο [[υγρό]] καθαρισμού»)<br /><b>4.</b> (για ενδύματα και υποδήματα) [[φοράω]] για να εξακριβώσω αν μού κάνουν στο [[μέγεθος]] και στο [[χρώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αποφασίζω]], [[καθορίζω]] («[[πρόστιμον]]... ὅσον ὁ δικαστὴς δοκιμάσῃ εὔλογον ὄν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θεωρώ]] κατάλληλο να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]] («ἐδοκιμάσθη ταῡτα [[καλῶς]] ἔχειν»)<br /><b>3.</b> (με [[άρνηση]]) «οὐ [[δοκιμάζω]]» — [[αποδοκιμάζω]], [[αρνούμαι]]<br /><b>4.</b> <i>δοκιμάζομαι</i><br />[[δοκιμάζω]] για να χρησιμοποιήσω, [[εκλέγω]] («χώραν δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (ως [[πολιτικός]] όρος) α) [[εξετάζω]] και [[παραδέχομαι]] ως κατάλληλο για [[δημόσιο]] [[αξίωμα]] («δοκιμάζει [η [[βουλή]]]... καὶ τοὺς [[ἐννέα]] ἄρχοντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[κρίνω]] κάποιον ικανό, κατάλληλο («ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]», Λυσ.)<br />γ) [[εξετάζω]] και [[δέχομαι]] τα [[παιδιά]] στην [[τάξη]] τών εφήβων ή τους έφηβους στην [[τάξη]] τών [[ανδρών]] («δοκιμάζει τοὺς ἐγγραφέντας ἡ [[βουλή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) [[εξετάζω]] το [[δικαίωμα]] ρήτορα να μιλήσει στη [[βουλή]]. | |mltxt=και [[δικιμάζω]] (AM [[δοκιμάζω]]<br />Μ και [[δικιμάζω]]) [[δόκιμος]]<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]], [[εξετάζω]] την [[ποιότητα]] ή τη [[γνησιότητα]] («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες»)<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]] για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει τις δυνάμεις του», «ο [[θεός]] δοκιμάζει την [[πίστη]] μας», «δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ θεοῡ ἐστι»)<br /><b>3.</b> <i>δοκιμάζομαι</i><br />α) υποβάλλομαι σε [[δοκιμασία]] για να ελεγχθεί η [[ικανότητα]] μου ή η [[αξία]] μου<br />β) υποβάλλομαι σε δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι<br /><b>5.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) (<i>δε</i>)<i>δοκιμασμένος</i>, -η, -ο (AM [[δεδοκιμασμένος]], -η, -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει αποδειχθεί [[άξιος]] ή [[ικανός]] [[μετά]] από [[δοκιμασία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[πείρα]] κάποιου πράγματος («δοκίμασε την [[τύχη]] του στα χαρτιά», «δεν δοκίμασε τον έρωτα», «ἠθέλησε νὰ πολεμήση ἵνα δοκιμάσῃ τὴν τύχην»)<br /><b>2.</b> (με αντικ. [[λέξη]] που φανερώνει [[συναίσθημα]] ή ψυχική [[κατάσταση]]) δοκίμασα [[χαρά]], [[λύπη]], [[ικανοποίηση]], [[κατάπληξη]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[προσπαθώ]] («δοκίμασε να προχωρήσει», «ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι τοὺς ἐρχομένους»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εξακριβώσω τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις κάποιου («το έκανα για να τον δοκιμάσω»)<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[γεύομαι]] λίγο προσπαθώντας να εξακριβώσω την [[καταλληλότητα]], τη [[νοστιμιά]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> (για αντικείμενα καθημερινής χρήσης) [[χρησιμοποιώ]] δοκιμαστικά μικρή [[ποσότητα]] («θα δοκιμάσω το νέο [[υγρό]] καθαρισμού»)<br /><b>4.</b> (για ενδύματα και υποδήματα) [[φοράω]] για να εξακριβώσω αν μού κάνουν στο [[μέγεθος]] και στο [[χρώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αποφασίζω]], [[καθορίζω]] («[[πρόστιμον]]... ὅσον ὁ δικαστὴς δοκιμάσῃ εὔλογον ὄν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θεωρώ]] κατάλληλο να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]] («ἐδοκιμάσθη ταῡτα [[καλῶς]] ἔχειν»)<br /><b>3.</b> (με [[άρνηση]]) «οὐ [[δοκιμάζω]]» — [[αποδοκιμάζω]], [[αρνούμαι]]<br /><b>4.</b> <i>δοκιμάζομαι</i><br />[[δοκιμάζω]] για να χρησιμοποιήσω, [[εκλέγω]] («χώραν δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (ως [[πολιτικός]] όρος) α) [[εξετάζω]] και [[παραδέχομαι]] ως κατάλληλο για [[δημόσιο]] [[αξίωμα]] («δοκιμάζει [η [[βουλή]]]... καὶ τοὺς [[ἐννέα]] ἄρχοντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[κρίνω]] κάποιον ικανό, κατάλληλο («ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]», Λυσ.)<br />γ) [[εξετάζω]] και [[δέχομαι]] τα [[παιδιά]] στην [[τάξη]] τών εφήβων ή τους έφηβους στην [[τάξη]] τών [[ανδρών]] («δοκιμάζει τοὺς ἐγγραφέντας ἡ [[βουλή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) [[εξετάζω]] το [[δικαίωμα]] ρήτορα να μιλήσει στη [[βουλή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοκιμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δόκιμος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]] μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανακρίνω]], [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[έπειτα]], [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε</i>, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, [[εξετάζω]] και [[εγκρίνω]] ως κατάλληλο για ένα [[αξίωμα]], και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως [[κατάλληλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]] και [[επιτρέπω]] την [[εισαγωγή]] αγοριών στην [[τάξη]] των <i>ἐφήβων</i> ή <i>ἐφήβων</i> στην [[τάξη]] των [[ανδρών]]· και στην Παθ., [[υφίσταμαι]] τη [[δοκιμασία]], εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[ἕως]] ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> με απαρ., [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να κάνει [[κάτι]] ή με αρνητ., [[θεωρώ]] κάποιον ακατάλληλο να, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |