3,277,301
edits
(9) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ντόμος, ο (AM [[δόμος]])<br />οριζόντια [[σειρά]] λίθων ή πλίνθων σε [[οικοδομή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θόλος]] τών καθολικών εκκλησιών<br /><b>2.</b> [[ναός]] καθολικών<br /><b>3.</b> δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται [[κάτω]] από το [[υπόδημα]] για να διευκολύνουν το [[βάδισμα]] στα δύσβατα μέρη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σπίτι]], [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του σπιτιού, [[δωμάτιο]]<br /><b>3.</b> [[οίκος]] του θεού, [[ναός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμέρισμα]] στον ναό<br /><b>2.</b> [[κατοικία]] ζώων<br /><b>3.</b> [[οικογένεια]]<br /><b>4.</b> το πατρικό [[σπίτι]]<br /><b>5.</b> [[κιβώτιο]], [[σεντούκι]]<br /><b>6.</b> [[μέρος]] βλητικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δόμος]] δεν προήλθε απευθείας από το [[δέμω]] (όπως [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]) [[παρά]] τη σημασιολογική του [[συγγένεια]], [[αλλά]] σχηματίστηκε πιθ. βάσει ενός πρωταρχικού ονόματος, του οποίου η [[ρίζα]] εμφανίζεται σε αρχαϊκές λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεσπότης]], [[δώμα]]). Η λ. [[δόμος]] αντικαταστάθηκε από τις λ. [[οίκος]] και, [[κυρίως]], [[οικία]], η οποία και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ισόδομος]], [[λιθοδόμος]], [[μεσόδομος]], [[οικοδόμος]], [[οπισθόδομος]], [[πρόδομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχίδομος]], <i>αμφίδομος</i>, <i>ανδρόδομος</i>, <i>θεόδομος</i>, [[κρυψίδομος]], [[λεπτόδομος]], <i>μουσόδοξος</i>, [[ναοδόμος]], [[πηλόδομος]], [[προσθόδομος]], [[πυργοδόμος]], [[τειχοδόμος]], [[υψίδομος]], [[φιλοικοδόμος]], [[φρουροδόμος]], [[ψευδισόδομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολεοδόμος]], [[τοιχοδόμος]]. | |mltxt=και ντόμος, ο (AM [[δόμος]])<br />οριζόντια [[σειρά]] λίθων ή πλίνθων σε [[οικοδομή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θόλος]] τών καθολικών εκκλησιών<br /><b>2.</b> [[ναός]] καθολικών<br /><b>3.</b> δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται [[κάτω]] από το [[υπόδημα]] για να διευκολύνουν το [[βάδισμα]] στα δύσβατα μέρη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σπίτι]], [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του σπιτιού, [[δωμάτιο]]<br /><b>3.</b> [[οίκος]] του θεού, [[ναός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμέρισμα]] στον ναό<br /><b>2.</b> [[κατοικία]] ζώων<br /><b>3.</b> [[οικογένεια]]<br /><b>4.</b> το πατρικό [[σπίτι]]<br /><b>5.</b> [[κιβώτιο]], [[σεντούκι]]<br /><b>6.</b> [[μέρος]] βλητικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δόμος]] δεν προήλθε απευθείας από το [[δέμω]] (όπως [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]) [[παρά]] τη σημασιολογική του [[συγγένεια]], [[αλλά]] σχηματίστηκε πιθ. βάσει ενός πρωταρχικού ονόματος, του οποίου η [[ρίζα]] εμφανίζεται σε αρχαϊκές λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεσπότης]], [[δώμα]]). Η λ. [[δόμος]] αντικαταστάθηκε από τις λ. [[οίκος]] και, [[κυρίως]], [[οικία]], η οποία και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ισόδομος]], [[λιθοδόμος]], [[μεσόδομος]], [[οικοδόμος]], [[οπισθόδομος]], [[πρόδομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχίδομος]], <i>αμφίδομος</i>, <i>ανδρόδομος</i>, <i>θεόδομος</i>, [[κρυψίδομος]], [[λεπτόδομος]], <i>μουσόδοξος</i>, [[ναοδόμος]], [[πηλόδομος]], [[προσθόδομος]], [[πυργοδόμος]], [[τειχοδόμος]], [[υψίδομος]], [[φιλοικοδόμος]], [[φρουροδόμος]], [[ψευδισόδομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολεοδόμος]], [[τοιχοδόμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δόμος:''' ὁ ([[δέμω]]), Λατ. [[domus]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οικία]], [[σπίτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, [[μέρος]] του σπιτιού, [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]], [[αίθουσα]], σε Ομήρ. Οδ.· από όπου στον πληθ., λέγεται για [[οικία]], [[σπίτι]], σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατοικία]] ενός θεού, [[ναός]], [[ιερό]], σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, [[μαντρί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[φωλιά]] [[σφηκών]] ή [[μελισσών]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κέδρινοι δόμοι</i>, [[ντουλάπι]] ή [[μπαούλο]] από [[κέδρο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[σπίτι]], δηλ. το [[νοικοκυριό]], η [[οικογένεια]], σε Τραγ.· επίσης, το πατρικό [[σπίτι]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[στρώμα]] ή [[σειρά]] από πέτρες ή τούβλα στην [[οικοδόμηση]], στο [[χτίσιμο]], διὰ [[τριήκοντα]] δόμων πλίνθου, σε [[κάθε]] τριακοστή [[σειρά]] τούβλων, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |