Anonymous

δύσμαχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσμαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσπολέμητος]]<br /><b>2.</b> [[ακαταμάχητος]]<br /><b>3.</b> [[δύσκολος]].
|mltxt=[[δύσμαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσπολέμητος]]<br /><b>2.</b> [[ακαταμάχητος]]<br /><b>3.</b> [[δύσκολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), [[δυσπολέμητος]], [[ασυναγώνιστος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Αισχύλ.
}}
}}