3,276,318
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσεδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται για [[κακό]] ή προκαλεί [[δυστυχία]] όπου παραμένει («[[δύσεδρος]]... [[Ἐρινύς]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα. | |mltxt=[[δύσεδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται για [[κακό]] ή προκαλεί [[δυστυχία]] όπου παραμένει («[[δύσεδρος]]... [[Ἐρινύς]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που επιφέρει [[κακό]] με τη [[διαμονή]] του, [[κακός]] [[σύνοικος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |