3,270,341
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διωκτήρ]], ο (Α) [[διώκω]]<br />αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον. | |mltxt=[[διωκτήρ]], ο (Α) [[διώκω]]<br />αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διωκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[διώκω]]), [[διώκτης]], καταδιώκτης, σε Βάβρ.· [[διώκτης]]-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |